- πνοήπους
- πνοή-πους, windfüßig, = schnell wie der Wind
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πνοήπους — ὁ, ἡ, Α ο γρήγορος στα πόδια σαν την πνοή τού ανέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνοή + πούς] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek